- φερομένῳ
- φέρωferopres part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φερομένωι — φερομένῳ , φέρω fero pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροιζηδόν — ΜΑ επίρρ. 1. θορυβωδώς, με βοή («ἡμέρα Κυρίου... ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται», ΚΔ) 2. ορμητικά, πολύ γρήγορα («ῥύακι ῥοιζηδὸν φερομένῳ», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ῥοιβδ ηδόν)] … Dictionary of Greek